- κυλικηγόρος
- κῠλῐκ-ηγόρος, ον,A one who talks over his cups, Eust.1632.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυλικηγόρος — κυλικηγόρος, ον (Α) αυτός που μιλά ή συζητά για κάτι πίνοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + ηγόρος (< ἀγορά). Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
κυλικηγόρος — one who talks over his cups masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλικηγορώ — κυλικηγορῶ, έω (Α) [κυλικηγόρος] συζητώ και πίνω συγχρόνως, μιλώ πίνοντας … Dictionary of Greek
κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… … Dictionary of Greek